Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
πλημμυροπαθής [agg.] πληρώνω {πλήρω-σα,...
πλημμυρώ [-άς, -ά /... πλήρως {πληρέστ-ε...
πλήμνη {πλημνών} πλήρωση {-ης κ. -ώ...
πλην [prep.] πληρωτέος [agg.]
πλην [cong.] πληρωτής {πληρωτριώ...
πλην [avv.] πλησιάζω {πλησίασ-α...
πλήξη [s. femm.] πλησίασμα [s. nt.]
πληρεξούσιο [s. nt.] πλησιέστερος [agg.]
πληρεξούσιος [s. masch.] πλησίον {πλησιέστ-...
πληρεξουσιότητα [s. femm.] πλησιόσαυρος [s. masch.]
πλήρης -ης -ες γε... πλησμονή {χωρ. πληθ...
πληρότητα [s. femm.] πλήττω {έπληξα, ε...
πληροφορημένος [agg.] πληχτικός [agg.]
πληροφόρηση {-ης κ. -ή... πλια [avv.]
πληροφορία {πληροφορι... πλιάτσικο [s. nt.]
πληροφοριακός [agg.] πλιατσικολόγημα [s. nt.]
πληροφορίες [sost femm. pl.] πλιατσικολόγος [s. masch.]
πληροφορική [s. femm.] πλιατσικολογώ {πλιατσικο...
πληροφοριοδότης [s. masch.] πλίνθινος [agg.]
πληροφορούμαι [v.] πλινθοποιείο [s. nt.]
πληροφορώ {πληροφορε... πλινθοποιός [s. masch.]
πληρώ {πληροίς..... πλίνθος [s. femm.]
πλήρωμα {πληρώμ-ατ... Πλίνιος [s. masch.]
πληρωμένος [agg.] πλισάρισμα [s. nt.]
πληρωμή [s. femm.] πλισάρω {πλισάρισα...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: