Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
πληθύνω (πλήθυνα) πλημμυροπαθής [agg.]
πληθύς {πληθύος |... πλημμυρώ [-άς, -ά /...
πληθυσμιακός [agg.] πλήμνη {πλημνών}
πληθυσμός [s. masch.] πλην [prep.]
πληθώρα {χωρ. πληθ... πλην [cong.]
πληθωρικά [avv.] πλην [avv.]
πληθωρικός [agg.] πλήξη [s. femm.]
πληθωρικότητα [s. femm.] πληρεξούσιο [s. nt.]
πληθωρισμός [s. masch.] πληρεξούσιος [s. masch.]
πληθωριστικός [agg.] πληρεξουσιότητα [s. femm.]
πληκτικός [agg.] πλήρης -ης -ες γε...
πληκτικότητα [s. femm.] πληρότητα [s. femm.]
πλήκτρο [s. nt.] πληροφορημένος [agg.]
πληκτρολόγιο {πληκτρολο... πληροφόρηση {-ης κ. -ή...
πλημμέλεια [s. femm.] πληροφορία {πληροφορι...
πλημμελειοδικείο [s. nt.] πληροφοριακός [agg.]
πλημμέλημα {πλημμελήμ... πληροφορίες [sost femm. pl.]
πλημμελής {πλημμελ-ο... πληροφορική [s. femm.]
πλήμμη [s. femm.] πληροφοριοδότης [s. masch.]
πλημμύρα [s. femm.] πληροφορούμαι [v.]
πλημμυρίδα [s. femm.] πληροφορώ {πληροφορε...
πλημμυρίζομαι [v.] πληρώ {πληροίς.....
πλημμυρίζω μππ. πλημμ... πλήρωμα {πληρώμ-ατ...
πλημμύρισμα [s. nt.] πληρωμένος [agg.]
πλημμυρισμένος [agg.] πληρωμή [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: