Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
πλεόνασμα [s. nt.] πλευροκοπικός [agg.]
πλεονασματικός [agg.] πλευροκοπώ {πλευροκοπ...
πλεονασμός [s. masch.] πλευροπνευμονία [s. femm.]
πλεοναστικός [agg.] πλευροτομή [s. femm.]
πλεονέκτημα {πλεονεκτή... πλεύση {-ης κ. -ε...
πλεονέκτης {πλεονεκτώ... πλεύσιμος [agg.]
πλεονεκτικά [avv.] πλευστός [agg.]
πλεονεκτικός [agg.] πλευστότητα [s. femm.]
πλεονεκτώ {πλεονεκτε... πλεχτό [s. nt.]
πλεονεξία [s. femm.] πλεχτός [agg.]
πλεονέχτημα [s. nt.] πλέω αόρ. έπλευ...
πλεούμενο [s. nt.] πλέων [agg.]
πλέριος [agg.] πληβείος {πληβειών}
πλερωμή [s. femm.] πληγή [s. femm.]
πλερώνω (πλήρ-ωσα,... πλήγμα {πλήγμ-ατο...
πλερωτικά [s. nt. pl.] πλήγωμα [s. nt.]
πλευρά [s. femm.] πληγωμένος [agg.]
πλευρίζω {πλεύρισ-α... πληγώνομαι μππ. πληγω...
πλευρικά [avv.] πληγώνω {πλήγω-σα,...
πλευρικός [agg.] πληθαίνω {πλήθυν-α,...
πλευρίτιδα [s. femm.] πλήθεμα {πληθέμ-ατ...
πλευριτικός [agg.] πλήθιος [agg.]
πλευρό [s. nt.] πλήθος {πλήθ-ους ...
πλευροκέντηση [s. femm.] πλήθυνση [s. femm.]
πλευροκοπημένος [agg.] πληθυντικός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: