Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
πλαστουργώ {πλαστουργ... πλατύρρινος [agg.]
πλαταγή [s. femm.] πλατύς {πλατ-ιού ...
πλαταγίζω {πλατάγισα... πλατύσκαλο [s. nt.]
πλατάγισμα [s. nt.] πλατύτητα [s. femm.]
πλαταγισμός [s. masch.] πλατύφυλλος [agg.]
πλαταίνω {πλάτυνα} ... πλατύχωρος [agg.]
πλαταμώνας [s. masch.] πλατφόρμα {χωρ. γεν....
πλάτανος {πλατάν-ου... Πλάτων {Πλάτων-ος...
πλατεία {πλατειών} πλατωνικά [avv.]
πλατειά [avv.] πλατωνικός [agg.]
πλατειασμός [s. masch.] πλατωνισμός [s. masch.]
πλάτεμα {πλατέμ-ατ... πλαφόν {άκλ.}
πλάτη {πλατών} πλαφονιέρα {χωρ. γεν....
πλατίνα {χωρ. πληθ... πλέγμα {πλέγμ-ατο...
πλατινοειδής [agg.] πλεγμένος [agg.]
πλατινοτυπία [s. femm.] πλειάδα [s. femm.]
πλατινοφόρος [s. masch.] Πλειάδες [sost femm. pl.]
πλατό {άκλ.} πλειοδοσία {πλειοδοσι...
πλάτος {πλάτ-ους ... πλειοδότης {πλειοδοτώ...
πλατς! [int.] πλειοδοτώ [-είς, -εί...
πλατσομύτης [agg.] πλειονότητα {πλειονοτή...
πλάττω [v.] πλειονοψηφία {πλειοψηφι...
πλατυέλμινθας [s. masch.] πλειοχρωικός [agg.]
πλατυέλμινθες [sost femm. pl.] πλειοχρωισμός [s. masch.]
πλατύνω {πλάτυνα, ... πλειοψηφία {πλειοψηφι...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: