Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
πίκρανση [s. femm.] πίλημα {πιλήμ-ατο...
πικραντικός [agg.] πιλοποιείο [s. nt.]
πίκρες [sost femm. pl.] πιλοποιία [s. femm.]
πικρία {πικριών} πιλοτάρισμα [s. nt.]
πικρίζω {πίκρισα} ... πιλοτάρω {πιλόταρα ...
πικρίλα {χωρ. πληθ... πιλοτήριο {πιλοτηρί-...
πικροαίματος [agg.] πιλοτιέρα {χωρ. γεν....
πικροδάφνη {χωρ. γεν.... πιλοτικός [agg.]
πικροκαρδίζω {πικροκάρδ... πιλοτίνα [s. femm.]
πικρόκαρδος [agg.] πιλότος [s. masch.]
πικρός [agg.] πι–μεσόνιο [s. nt.]
πικρότητα {χωρ. πληθ... πίνα {πινών}
πικρούτσικος [agg.] πινάκα [s. femm.]
πικρόχολα [avv.] πίνακας {πινάκων}
πικρόχολος [agg.] πινάκι [s. nt.]
πιλάλα [s. femm.] πινακίδα [s. femm.]
πιλαλώ [-άς, -ά] πινακίδιο {πινακιδί-...
πιλάστρι [s. nt.] πινάκιο {πινακί-ου...
πίλαστρο [s. nt.] πινακογλείφτης [s. masch.]
πιλάτεμα [s. nt.] πινακοειδής {πινακοειδ...
πιλατεύω {πιλάτεψα}... πινακοθήκη {πινακοθηκ...
Πιλάτος [s. masch.] πινγκ–πονγκ {άκλ.}
πιλάφι [s. nt.] πινδάρειος [agg.]
πιλεόριζα [s. femm.] Πίνδαρος {-ου κ. -ά...
πιλήκιο [s. nt.] πινέζα {πινεζών}

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: