Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
πίλημα {πιλήμ-ατο... πινελιά [s. femm.]
πιλοποιείο [s. nt.] πινέλο [s. nt.]
πιλοποιία [s. femm.] πίννα [s. femm.]
πιλοτάρισμα [s. nt.] πίντα [s. femm.]
πιλοτάρω {πιλόταρα ... πίνω {ήπια (να/...
πιλοτήριο {πιλοτηρί-... πιο [avv.]
πιλοτιέρα {χωρ. γεν.... πιόνι {πιον-ιού ...
πιλοτικός [agg.] πιόσιμο [s. nt.]
πιλοτίνα [s. femm.] πιότερο [avv.]
πιλότος [s. masch.] πιότερος [agg.]
πι–μεσόνιο [s. nt.] πιοτής {πιοτήδες}
πίνα {πινών} πιοτό [s. nt.]
πινάκα [s. femm.] πίπα [s. femm.]
πίνακας {πινάκων} πιπεράτος [agg.]
πινάκι [s. nt.] πιπέρι [s. nt.]
πινακίδα [s. femm.] πιπεριά [s. femm.]
πινακίδιο {πινακιδί-... πιπεριέρα [s. femm.]
πινάκιο {πινακί-ου... πιπερόριζα [s. femm.]
πινακογλείφτης [s. masch.] πιπερώνω (πιπέρ-ωσα...
πινακοειδής {πινακοειδ... πιπέττα [s. femm.]
πινακοθήκη {πινακοθηκ... πιπί [s. nt.]
πινγκ–πονγκ {άκλ.} πιπίλα [s. femm.]
πινδάρειος [agg.] πιπιλίζω {πιπίλισα}...
Πίνδαρος {-ου κ. -ά... πιπίλισμα [s. nt.]
πινέζα {πινεζών} πιπιλώ [-άς, -ά]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: