Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
πετσοκομμένος [agg.] πηγαίος [agg.]
πέτσωμα {πετσώμ-ατ... Πήγασος {-ου κ. -ά...
πετυχαίνω {πέτυχ-α, ... πηγή [s. femm.]
πετυχημένα [avv.] πηγούνι [s. nt.]
πετυχημένος [agg.] πηδάλιο {πηδαλί-ου...
πετώ {πετάς... ... πηδαλιούχηση [s. femm.]
πευκιάς [s. masch.] πηδαλιουχία [s. femm.]
πεύκο [s. nt.] πηδαλιούχος [s. masch.]
πευκοβελόνα {πευκοβελό... πηδαλιουχούμενος [agg.]
πευκοδάσος {πευκοδάσ-... πηδαλιουχώ {πηδαλιουχ...
πευκόξυλο [s. nt.] πήδημα {πηδήμ-ατο...
πευκώνας [s. masch.] πηδηματάκι [s. nt.]
πεφτάστερο [s. nt.] πηδηματιά [s. femm.]
πέφτω αόρ. έπεσα... πηδηχτά [avv.]
πεφωτισμένος [agg.] πηδηχτός [agg.]
πέψη {-ης κ. -έ... πήδος [s. masch.]
πεψίνη {πεψινών} πηδώ {πηδάς... ...
πηγαδάκι {χωρ. γεν.... πήζω {έπηξα, πη...
πηγάδι {πηγαδ-ιού... πηκτή [s. femm.]
πηγάζω {(ε)πήγασα... πηκτικό [s. nt.]
πηγαιμός [s. masch.] πηκτικός [agg.]
πηγαινέλα {άκλ.} πηκτίνη [s. femm.]
πηγαινοέρχομαι {ενεργ. πη... πηκτινικός [agg.]
πηγαινοερχομός [s. masch.] πηκτός [agg.]
πηγαίνω {πηγαίνεις... πηκτώδης [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: