Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
πήκτωμα [s. nt.] πιάνο [s. nt.]
πηλάσβεστο [s. nt.] πιανόλα [s. femm.]
πηλήκιο {πηληκί-ου... πιάνομαι αόρ. έπιασ...
πηλίκο [s. nt.] πιάνω {έπιασα | ...
πήλινα [s. nt. pl.] πιάσιμο {πιασίμ-ατ...
πήλινος [agg.] πιάσμα {πιάσμ-ατο...
πηλοπλάστης [s. masch.] πιασμένος [agg.]
πηλός [s. masch.] πιάτα [s. nt. pl.]
πηλουργός [s. masch.] πιατάκι {χωρ. γεν....
πηλοφόρι {πηλοφορ-ι... πιατάς [s. masch.]
πηλώδης {πηλώδ-ους... πιατέλα {πιατελών}
πηνίο [s. nt.] πιατέλο [s. nt.]
πήξη {-ης κ. -ε... πιατικά [s. nt. pl.]
πήξιμο [s. nt.] πιάτο [s. nt.]
πηχάκι [s. nt.] πιατοθήκη {πιατοθηκώ...
πηχτή [s. femm.] πιάτσα {χωρ. γεν....
πηχτός [agg.] πιγκουίνος [s. masch.]
πήχτρα {χαιρ. γεν... πιγούνι {πιγουν-ιο...
πηχυαίος [agg.] πίδακας {πιδάκων}
πι [s. nt.] πιδακίζω {μόνο σε ε...
πια [avv.] πιδάκισμα [s. nt.]
πιανίσιμο [avv.] πιεζοηλεκτρικός [agg.]
πιανίστας {πιανίστων... πιεζοηλεκτρισμός [s. masch.]
πιανιστικός [agg.] πιέζω {πίεσ-α, -...
πιανίστρια {πιανιστρι... Πιεμόντε [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: