Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
πετροκοπιό [s. nt.] πετσοκομμένος [agg.]
πετροκόπος [s. masch.] πέτσωμα {πετσώμ-ατ...
πετροπέρδικα {χωρ. γεν.... πετυχαίνω {πέτυχ-α, ...
πετροπόλεμος [s. masch.] πετυχημένα [avv.]
Πέτρος [s. masch.] πετυχημένος [agg.]
πετροσέλινο [s. nt.] πετώ {πετάς... ...
πετρούλα [s. femm.] πευκιάς [s. masch.]
πετροφυής {πετροφυ-ο... πεύκο [s. nt.]
πετροχημεία {χωρ. πληθ... πευκοβελόνα {πευκοβελό...
πετροχημικός [agg.] πευκοδάσος {πευκοδάσ-...
πετροψυχιά [s. femm.] πευκόξυλο [s. nt.]
πετρώδης {πετρώδ-ου... πευκώνας [s. masch.]
πέτρωμα {πετρώμ-ατ... πεφτάστερο [s. nt.]
πετρωμένος [agg.] πέφτω αόρ. έπεσα...
πετρώνω {πέτρω-σα,... πεφωτισμένος [agg.]
πέτσα {πετσών} πέψη {-ης κ. -έ...
πετσέτα [s. femm.] πεψίνη {πεψινών}
πετσετάκι [s. nt.] πηγαδάκι {χωρ. γεν....
πετσετοθήκη {πετσετοθη... πηγάδι {πηγαδ-ιού...
πετσί {πετσ-ιού ... πηγάζω {(ε)πήγασα...
πετσικάρω {πετσικάρι... πηγαιμός [s. masch.]
πέτσινος [agg.] πηγαινέλα {άκλ.}
πετσοκόβομαι παθ. αόρ. ... πηγαινοέρχομαι {ενεργ. πη...
πετσοκόβω {πετσόκο-ψ... πηγαινοερχομός [s. masch.]
πετσόκομμα [s. nt.] πηγαίνω {πηγαίνεις...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: