Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
περιπατητής {περιπατητ... περιπολία {περιπολιώ...
περιπατητικός [agg.] περιπολικό [s. nt.]
περίπατος {περιπάτ-ο... περιπόλιο [s. nt.]
περιπέτεια {περιπετει... περίπολο [s. nt.]
περιπετειώδης {περιπετει... περιπόλος [s. masch.]
περιπίπτω {περιέπεσα... περίπολος {περιπόλ-ο...
περιπλάνηση [s. femm.] περιπολώ [-είς, -εί...
περιπλανητικός [agg.] περιπολών [s. masch.]
περιπλανιέμαι (περιπλαν-... περίπου [avv.]
περιπλανώμαι {περιπλανά... περιπτεράς {περιπτερά...
περιπλανώμενος [agg.] περίπτερο [s. nt.]
περιπλεγμένος [agg.] περίπτερος [agg.]
περιπλέκομαι αόρ. περιέ... περίπτυστος [agg.]
περιπλέκω {περι-έπλε... περίπτωση {-ης κ. -ώ...
περιπλέω {περιέπλευ... περιπτωσιολογία {περιπτωσι...
περιπλέων [s. masch.] περιρρέω {παρατ. πε...
περίπλοκα [avv.] Περισελήνιο [s. nt.]
περιπλοκή [s. femm.] περίσκεπτος [agg.]
περίπλοκος [agg.] περίσκεψη {-ης κ. -έ...
περίπλους {περίπλου ... περισκόπηση [s. femm.]
περιποιημένος [agg.] περισκοπικός [agg.]
περιποίηση {-ης κ. -ή... περισκόπιο {περισκοπί...
περιποιητικός [agg.] περισπασμός [s. masch.]
περιποιητικότητα [s. femm.] περισπούδαστος [agg.]
περιποιούμαι {περιποιεί... περισπώ {περισπάς ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: