Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
περιέλιγμα {περιελίγμ... περιηγούμαι {περιηγείσ...
Περιελικτικός [agg.] περιήλιο [s. nt.]
περιέλιξη [s. femm.] Περιήλιος [agg.]
περιελίσσομαι αόρ. περιέ... περιθάλπω {περιέθαλψ...
περιελισσόμενος [agg.] περίθαλψη {-ης κ. -ά...
περιελίσσω {περι-είλι... περιθωριακά [avv.]
περίεργα [avv.] περιθωριακός [agg.]
περιεργάζομαι {περιεργάσ... περιθώριο {περιθωρί-...
περιέργεια {χωρ. πληθ... περιθωριοποιημένος [agg.]
περίεργος [agg.] περιθωριοποίηση {-ης κ. -ή...
περιέργως [avv.] περιθωριοποιώ [-είς, -εί...
περιέρχομαι {περιήλθα}... περικάλυμμα [s. nt.]
περιεσκεμμένως [avv.] περικαλύπτω {περικάλυ-...
περιεστραμμένος [agg.] περικάμπτω {περι-έκαμ...
περιεχόμενα [s. nt. pl.] περίκαμψη [s. femm.]
περιεχόμενο {περιεχομέ... περίκαμψις [s. femm.]
περιέχω {περιείχα ... περικαρδιακός [agg.]
περιέχων [agg.] περικάρδιο {περικαρδί...
περιζήτητος [agg.] περικάρδιος [agg.]
περίζωμα {περιζώμ-α... περικαρδίτιδα [s. femm.]
περιζώνω {περι-έζωσ... περικάρπιο {περικαρπί...
περιήγηση {-ης κ. -ή... περικεφαλαία {περικεφαλ...
περιηγητής {περιηγητρ... περικλεής {περικλε-ο...
περιηγητικός [agg.] περικλείνω αόρ. περιέ...
περιηγήτρια {περιηγητρ... περίκλειστος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: