Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
περάτωση [s. femm.] περιάγω (περιήγαγα...
περβάζι {περβαζ-ιο... περιαδενίτιδα [s. femm.]
περβολάρης [s. masch.] περιαδράχνω αόρ. περιά...
περβόλι {περιβολ-ι... περιάνθιο {περιανθί-...
περγαμηνή [s. femm.] περιαρθρίτιδα [s. femm.]
πέργκολα {χωρ. γεν.... περιαρτηρίτιδα [s. femm.]
πέργολα [s. femm.] περιαυγάζω [v.]
περγολιά [s. femm.] περιαυγής [agg.]
πέργουλα [s. femm.] περιαυτολογία [s. femm.]
περγουλιά [s. femm.] περιαυτολόγος [agg.]
πέρδικα {περδίκων} περιαυτολογώ [-είς, -εί...
περδίκι {περδικ-ιο... περιβάλλομαι πρτ. περιέ...
περδικλώνω (πεδίκλ-ωσ... περιβαλλόμενος [agg.]
περδικοπούλι [s. nt.] περιβάλλον {περιβάλλ-...
περδικούλι [s. nt.] περιβαλλοντικός [agg.]
πέρδομαι (μόνο στον... περιβαλλοντολογικός [agg.]
περδούκλα [s. femm.] περιβαλλοντολόγος [s. masch. e femm.]
περδούκλι [s. nt.] περιβάλλω πρτ. περιέ...
περδουκλώνω (πεδίκλ-ωσ... περιβάλλων [agg.]
περήφανα [avv.] περιβαντολογικός [agg.]
περηφανεύομαι (περηφανεύ... περίβλεπτος [agg.]
περηφάνια [s. femm.] περίβλημα [s. nt.]
περήφανος [agg.] περιβόητος [agg.]
περί [prep.] περιβολάρης {περ(ι)βολ...
περί [avv.] περιβολάρικος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: