Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
πεπτόνη {πεπτονών} περβόλι {περιβολ-ι...
πεπτονοποίηση [s. femm.] περγαμηνή [s. femm.]
πεπτονοποιώ [v.] πέργκολα {χωρ. γεν....
πεπτονουρία [s. femm.] πέργολα [s. femm.]
πέρα [avv.] περγολιά [s. femm.]
περαίνω [v.] πέργουλα [s. femm.]
περαιτέρω [avv.] περγουλιά [s. femm.]
περαιώνω [v. trans.] πέρδικα {περδίκων}
πέραμα {περάμ-ατο... περδίκι {περδικ-ιο...
πέραν [avv.] περδικλώνω (πεδίκλ-ωσ...
πέρας {πέρ-ατος ... περδικοπούλι [s. nt.]
πέραση [s. femm.] περδικούλι [s. nt.]
περασιά [s. femm.] πέρδομαι (μόνο στον...
πέρασμα {περάσμ-ατ... περδούκλα [s. femm.]
περασμένος [agg.] περδούκλι [s. nt.]
περάστε! [int.] περδουκλώνω (πεδίκλ-ωσ...
περαστικά! [int.] περήφανα [avv.]
περαστικός [agg.] περηφανεύομαι (περηφανεύ...
περάτης [s. masch.] περηφάνια [s. femm.]
περατούμαι [v.] περήφανος [agg.]
περατωμένος [agg.] περί [prep.]
περατώνω {περάτω-σα... περί [avv.]
περάτωση [s. femm.] περιάγω (περιήγαγα...
περβάζι {περβαζ-ιο... περιαδενίτιδα [s. femm.]
περβολάρης [s. masch.] περιαδράχνω αόρ. περιά...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: