Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
πεντασυλλαβικός [s. masch.] πεπρωμένο [s. nt.]
πεντασύλλαβος [agg.] πεπτίδιο {πεπτιδί-ο...
Πεντάτευχος {Πεντατεύχ... πεπτικός [agg.]
πενταφωνία [s. femm.] πεπτόνη {πεπτονών}
πεντάχορδο [s. nt.] πεπτονοποίηση [s. femm.]
πεντάχρονος [agg.] πεπτονοποιώ [v.]
πέντε [agg. num. card.] πεπτονουρία [s. femm.]
πεντελικός [agg.] πέρα [avv.]
πεντηκονταετία [s. femm.] περαίνω [v.]
Πεντηκοστή [s. femm.] περαιτέρω [avv.]
πεντηκοστός [agg.] περαιώνω [v. trans.]
πεντοβολώ {πεντοβολά... πέραμα {περάμ-ατο...
πέος {πέ-ους | ... πέραν [avv.]
πεπαιδευμένος [agg.] πέρας {πέρ-ατος ...
πεπαλαιωμένος [agg.] πέραση [s. femm.]
πεπατημένη η (χωρίς π... περασιά [s. femm.]
πεπειραμένος [agg.] πέρασμα {περάσμ-ατ...
πεπεισμένος [agg.] περασμένος [agg.]
πεπερασμένος [agg.] περάστε! [int.]
πεπλατυσμένος [agg.] περαστικά! [int.]
πεπλεγμένος [agg.] περαστικός [agg.]
πέπλο [s. nt.] περάτης [s. masch.]
πέπλος [s. masch.] περατούμαι [v.]
πεποίθηση [-εις] περατωμένος [agg.]
πεπόνι {πεπον-ιού... περατώνω {περάτω-σα...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: