Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
πειθαναγκασμένος [agg.] πείραμα {πειράμ-ατ...
πειθαναγκασμός [s. masch.] πειραματίζομαι {πειραματί...
πειθαρχείο [s. nt.] πειραματικά [avv.]
πειθαρχημένος [agg.] πειραματικός [agg.]
πειθάρχηση [s. femm.] πειραματισμός [s. masch.]
πειθαρχία {χωρ. πληθ... πειραματιστής {πειραματι...
πειθαρχικός [agg.] πειρασμός [s. masch.]
πειθαρχώ {πειθαρχεί... πειρατεία {χωρ. πληθ...
πειθήνια [avv.] πειρατής {χωρ. γεν....
πειθήνιος [agg.] πειρατικός [agg.]
πείθομαι αόρ. έπεισ... πειραχτήρι {πειραχτηρ...
πειθώ {πειθούς |... πειραχτικός [agg.]
πείθω {έπεισα, π... πείρος [s. masch.]
πείνα {χωρ. πληθ... πειρώμαι [-άσαι, -ά...
πειναλέος [agg.] πείσμα {πείσμ-ατο...
πεινασμένος [agg.] πεισματάρης {πεισματάρ...
πεϊνουάρ [s. nt.] πεισματάρικα [avv.]
πεινώ {πεινάς...... πεισματάρικος [agg.]
πείρα {χωρ. πληθ... πεισματικά [avv.]
πείραγμα {πειράγμ-α... πεισματικός [agg.]
πειραγμένος [agg.] πεισματοσύνη {χωρ. πληθ...
πειράζομαι [v.] πεισματώδης {πεισματώδ...
πειράζω {πείρα-ξα,... πεισμάτωμα [s. nt.]
Πειραιάς [s. masch.] πεισματωμένος [agg.]
πειρακτικός [agg.] πεισματώνω μππ. πεισμ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: