Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
πάστρεμα [s. nt.] πατατιά [s. femm.]
παστρεύω (πάστρ-εψα... πατατοκαλλιέργεια [s. femm.]
παστρικά [avv.] Πατατοκαλλιεργητής [s. masch.]
παστρικάδα [s. femm.] πατατοκεφτέδες [s. nt.]
παστρικιά [s. femm.] πατατόφλουδες [sost femm. pl.]
παστρικός [agg.] πατατράκ {άκλ.}
πάστωμα [s. nt.] πατέ {άκλ.}
παστωμένος [agg.] πατέντα {χωρ. γεν....
παστώνω {πάστω-σα,... πατενταρισμένος [agg.]
Πάσχα {άκλ.} πατεντάρω {πατεντάρι...
πασχάζω {μόνο σε ε... πατεντάτος [agg.]
πασχαλιάτικος [agg.] πατέρας {-ες κ. -ά...
πασχαλινός [agg.] πατεράτσο [s. nt.]
πασχίζω (πάσχισα κ... πατερίτσα {χωρ. γεν....
πάσχω {μόνο σε ε... πατερναλισμός [s. masch.]
πάσχων [agg.] πατερναλιστής [s. masch.]
πάταγος {χωρ. πληθ... πατερναλιστικός [agg.]
παταγώδης {παταγώδ-ο... πάτερο [s. nt.]
πάταξη {-ης κ. -ά... πάτημα {πατήμ-ατο...
πατάρι {παταρ-ιού... πατημασιά [s. femm.]
πατάσσω {πάτα-ξα, ... πατημένος [agg.]
πατάτα {πατατών} πατησιά [s. femm.]
πατατάκι {χωρ. γεν.... πατητήρι {πατητηρ-ι...
πατατάκια [s. nt. pl.] πατητός [agg.]
πατατάλευρο [s. nt.] πατίκι {πατικ-ιού...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: