Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
Παροιμιολόγος [s. masch.] παρόρμηση {-ης κ. -ή...
παροιμιώδης {παροιμιώδ... παρορμητικός [agg.]
παρ'όλον [avv.] παρορώ {παροράς.....
παρόμοια [avv.] παρ' ότι [avv.]
παρομοιάζω {παρομοίασ... παρότρυνση {-ης κ. -ύ...
παρόμοιος [agg.] παροτρύνω {παρότρυν-...
παρομοίως [avv.] παρουκέτο [s. nt.]
παρομοίωση {-ης κ. -ώ... παρουσία {παρουσιών...
παρόν {παρόντος ... παρουσιάζομαι [v. pass.]
παρονομασία [s. femm.] παρουσιάζω (παρουσί-α...
παρονομαστής [s. masch.] παρουσίαση {-ης κ. -ά...
παρόξυνση {-ης κ. -ύ... παρουσιάσιμος [agg.]
παροξυντικός [agg.] παρουσιασιμότητα [s. femm.]
παροξύνω {παρόξυ-να... παρουσιαστής [s. masch.]
παροξυσμικός [agg.] παρουσιαστικό [s. nt.]
παροξυσμός [s. masch.] παροχέτευση {-ης κ. -ε...
παροξύτονος [agg.] παροχετευτικός [agg.]
παροπλίζω {παρόπλισ-... παροχετεύω {παροχέτευ...
παροπλισμένος [agg.] παροχή [s. femm.]
παροπλισμός [s. masch.] παρόχθιος [agg.]
παρόραμα {παροράμ-α... παρρησία {χωρ. πληθ...
παροράματα [s. nt. pl.] παρρησιαστικός [agg.]
παροργίζω {παρόργισ-... πάρσιμο [s. nt.]
παρόργιση [s. femm.] παρσισμός [s. masch.]
παροργιστικός [agg.] παρτάλι [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: