Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
Πάρθος [s. masch.] πάρλα {χωρ. γεν....
παριανός [agg.] παρλαμέντο [s. nt.]
παρίας {παριών} παρλαπίπας [s. masch.]
Παριζιάνα [s. femm.] παρλάρισμα [s. nt.]
παριζιάνικος [agg.] παρλάρω {μόνο σε ε...
Παριζιάνος [s. masch.] πάρλας [s. masch.]
πάριος [agg.] παρλιακός [agg.]
Πάρις [s. masch.] παρμπρίζ {άκλ.}
παρίσθμια {παρισθμίω... παρνασσικός [agg.]
Παρίσι [s. nt.] παρνασσισμός [s. masch.]
παρίσταμαι {παρίστα-μ... Παρνασσός [s. masch.]
παριστάμενος [agg.] παρντόν [s. nt.]
παριστάνω {παρέστησα... παροδικά [avv.]
πάρκα [s. nt. pl.] παροδικός [agg.]
παρκαδόρος [s. masch.] παροδικότητα [s. femm.]
παρκάρισμα [s. nt.] πάροδος {παρόδ-ου ...
παρκάρω {παρκάρισ-... παροικία {παροικιών...
παρκέ {άκλ.} παροιμία {παροιμιών...
παρκετάρισμα [s. nt.] παροιμιακός [agg.]
παρκετάρω {παρκετάρι... παροιμιογραφία [s. femm.]
παρκετέζα {χωρ. γεν.... παροιμιογράφος [s. masch. e femm.]
πάρκινγκ {άκλ.} παροιμιολογία [s. femm.]
παρκινσονισμός [s. masch.] Παροιμιολόγος [s. masch.]
πάρκο [s. nt.] παροιμιώδης {παροιμιώδ...
παρκόμετρο {παρκομέτρ... παρ'όλον [avv.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: