Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
παρατάσσομαι αόρ. παρέτ... παράτροπος [agg.]
παρατάσσω {παρέταξα,... παρατρώγω (παράφαγα)
παρατατικός [s. masch.] παρατρώω [v. intr.]
παρατείνομαι πρτ. και α... παρατσούκλι {παρατσουκ...
παρατείνω {παρέτεινα... παρατυπία {παρατυπιώ...
παρατεντώνω (παρατέντ-... παράτυπος [agg.]
παρατεταμένος [agg.] παρατυφοειδής [agg.]
παρατημένος [agg.] παρατυχών [s. masch.]
παρατηρήσεις [s. nt.] παρατώ {παρατάς.....
παρατήρηση {-ης κ. -ή... παραΰστερα [avv.]
παρατηρητήριο {παρατηρητ... πάραυτα [avv.]
παρατηρητής {παρατηρητ... παράφερνα {χωρ. γεν....
παρατηρητικός [agg.] παραφέρνω {μόνο σε ε...
παρατηρητικότητα {χωρ. πληθ... παραφέρομαι {παραφέρθη...
παρατηρώ {παρατηρεί... παραφίμωση [s. femm.]
παράτολμα [avv.] παραφιναρισμένος [agg.]
παράτολμος [agg.] παραφινέλαιο [s. nt.]
παρατονία {παρατονιώ... παραφίνη {παραφινών...
παράτονος [agg.] παραφορά [s. femm.]
παρατραβάω [v.] παράφορος [agg.]
παρατράβηγμα [s. nt.] παραφόρτωμα [s. nt.]
παρατραβηγμένος [agg.] παραφορτωμένος [agg.]
παρατραβώ [-άς, -ά] ... παραφορτώνω {παραφόρτω...
παρατρέχω {παρέτρεξα... παραφόρτωση [s. femm.]
παράτριμμα {παρατρίμμ... παραφουσκωμένος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: