Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
παρασκευάζω {παρασκεύα... παράστημα {παραστήμα...
παρασκεύασμα [s. nt.] παραστιά [s. femm.]
παρασκευαστήριο [s. nt.] παραστράτημα {παραστρατ...
παρασκευαστής [s. masch.] παραστρατημένος [agg.]
παρασκευή {χωρ. πληθ... παραστρατιωτικός [agg.]
Παρασκευή [nome pr. femm.] παραστρατώ {παραστρατ...
παρασκήνια [s. femm.] παρασυμπαθητικός [agg.]
παρασκηνιακά [avv.] παρασυναγωγή [s. femm.]
παρασκηνιακός [agg.] παρασύρομαι πρτ. και α...
παρασκήνιο [s. nt.] παρασύρω πρτ. και α...
παρασκιά [s. femm.] παρασχίδα [s. femm.]
παρασόκακο [s. nt.] παράτα {χωρ. γεν....
παρασόλι [s. nt.] παραταΐζω [v. trans.]
παρασούσουμος [agg.] παράταιρος [agg.]
παρασπονδία [s. femm.] παράταξη {-ης κ. -ά...
παράσπονδος [agg.] παράταση {-ης κ. -ά...
παραστάδα [s. femm.] παρατάσσομαι αόρ. παρέτ...
παραστάδες [sost femm. pl.] παρατάσσω {παρέταξα,...
παρασταίνω αόρ. παράσ... παρατατικός [s. masch.]
παράσταση [-εις] παρατείνομαι πρτ. και α...
παραστάτης {παραστατώ... παρατείνω {παρέτεινα...
παραστατικός [agg.] παρατεντώνω (παρατέντ-...
παραστατικότητα [s. femm.] παρατεταμένος [agg.]
παραστέκομαι {παραστάθη... παρατημένος [agg.]
παραστέκω (παραστάθη... παρατηρήσεις [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: