Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
παράς [s. masch.] Παρασκευή [nome pr. femm.]
παρασελήνη [s. femm.] παρασκήνια [s. femm.]
παρασημαίνω [v.] παρασκηνιακά [avv.]
παρασήμανση {-ης κ. -ά... παρασκηνιακός [agg.]
παράσημο {παρασήμ-ο... παρασκήνιο [s. nt.]
παρασημοφορημένος [agg.] παρασκιά [s. femm.]
παρασημοφόρηση [s. femm.] παρασόκακο [s. nt.]
παρασημοφορώ {παρασημοφ... παρασόλι [s. nt.]
παρασιτικός [agg.] παρασούσουμος [agg.]
παρασιτισμός [s. masch.] παρασπονδία [s. femm.]
παράσιτο [s. nt.] παράσπονδος [agg.]
παρασιτοκτόνος [agg.] παραστάδα [s. femm.]
παρασιτολογία [s. femm.] παραστάδες [sost femm. pl.]
παρασιτολογικός [agg.] παρασταίνω αόρ. παράσ...
παρασιτολόγος [s. masch.] παράσταση [-εις]
παράσιτος [s. masch.] παραστάτης {παραστατώ...
παρασιτώ {παρασιτεί... παραστατικός [agg.]
παρασίτωση {-ης κ. -ώ... παραστατικότητα [s. femm.]
παρασιώπηση {-ης κ. -ή... παραστέκομαι {παραστάθη...
παρασιωπώ [-άς, -ά] ... παραστέκω (παραστάθη...
παρασκευάζω {παρασκεύα... παράστημα {παραστήμα...
παρασκεύασμα [s. nt.] παραστιά [s. femm.]
παρασκευαστήριο [s. nt.] παραστράτημα {παραστρατ...
παρασκευαστής [s. masch.] παραστρατημένος [agg.]
παρασκευή {χωρ. πληθ... παραστρατιωτικός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: