Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
παρακυβερνητικός [agg.] παραλίγο [avv.]
παράκυκλος {παρακύκλ-... παραλίμνιος [agg.]
παρακυστίτιδα [s. femm.] παράλιος [agg.]
παρακώλυση {-ης κ. -ύ... παραλλαγή [s. femm.]
παρακωλύω {παρακώλυ-... παραλλάζω {παρήλλα-ξ...
παραλαβαίνω αόρ. παράλ... παραλλακτικός [agg.]
παραλαβή [s. femm.] παράλλαξη {-ης κ. -ά...
παραλαμβάνω {παρέλαβα,... παραλλασσόμενος [agg.]
παραλδεΰδη [s. femm.] παράλληλα [avv.]
παραλειπόμενα {παραλειπο... παραλληλεπίπεδο [s. nt.]
παραλείπω {παρ-έλειψ... παραλληλίζω {παραλλήλι...
παραλειφθείς [agg.] παραλληλισμός [s. masch.]
παράλειψη {-ης κ. -ε... παραλληλόγραμμο [s. nt.]
παραλέω {παραείπα}... παράλληλος [agg.]
παραλήγουσα {σπάν. παρ... παράλληλος [s. masch.]
παραλήπτης {παραληπτώ... παραλογητό [s. nt.]
παραλήρημα {παραληρήμ... παραλόγιασμα [s. nt.]
παραληρητικός [agg.] παραλογίζομαι {παραλογίσ...
παραληρώ {παραληρεί... παραλογικός [agg.]
παραληρών [agg.] παραλογισμός [s. masch.]
Παραληρών [s. masch.] παράλογο {παραλόγ-ο...
παραλής {παραλήδες... παράλογος [agg.]
παράληψη {-ης κ. -ή... παραλυμένος [agg.]
παραλία [s. femm.] παράλυση {-ης κ. -ύ...
παραλιακός [agg.] παραλυσία {παραλυσιώ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: