Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
παραγωγικότητα [s. femm.] παραδίδω αόρ. παρέδ...
παράγωγο {παραγώγ-ο... παραδίνομαι αόρ. παρέδ...
παράγωγος [agg.] παραδίνω {παρέδωσα ...
παραγωγός [s. masch. e femm.] Παραδοθείς [agg.]
παράγων [s. masch.] παραδοθείτε! [int.]
παραγώνι {χωρ. γεν.... παραδομένος [agg.]
παραδάκι {χωρ. γεν.... παράδοξο [s. nt.]
παραδαρμένος [agg.] παραδοξολόγημα [s. nt.]
παραδαρμός [s. masch.] παραδοξολογία {παραδοξολ...
παράδειγμα {παραδείγμ... παράδοξος [agg.]
παραδείγματα [s. nt. pl.] παραδοξότητα [s. femm.]
παραδειγματίζω {παραδειγμ... παραδόξως [avv.]
παραδειγματικά [avv.] παραδόπιστος [agg.]
παραδειγματικός [agg.] παράδοση [-εις]
παραδειγματισμός {χωρ. πληθ... παραδοσιακά [avv.]
παραδεισένιος [agg.] παραδοσιακός [agg.]
παραδεισιακός [agg.] παραδοσιαρχία [s. femm.]
παραδείσιος [agg.] παραδοσιοκρατία [s. femm.]
παράδεισος {παραδείσ-... παραδοτέος [agg.]
παραδεκτός [agg.] παραδουλεύτρα {χωρ. γεν....
παραδέρνω {παράδ-ειρ... παραδουλεύω (παραδούλ-...
παράδες [s. masch. pl.] παραδοχή [s. femm.]
παραδέχομαι {παραδέ-χθ... παραδρομή [s. femm.]
παραδεχόμενος [agg.] παραδώθε [avv.]
παραδίδομαι αόρ. παρέδ... παραεπαγγελματικός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: