Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
παραδοξολόγημα [s. nt.] παραθερισμός [s. masch.]
παραδοξολογία {παραδοξολ... παραθεριστής {παραθερισ...
παράδοξος [agg.] παράθεση [s. femm.]
παραδοξότητα [s. femm.] παραθετικός [agg.]
παραδόξως [avv.] παραθέτω {παρέθεσα,...
παραδόπιστος [agg.] παραθορμόνη [s. femm.]
παράδοση [-εις] παραθρησκευτικός [agg.]
παραδοσιακά [avv.] παραθυράκι {χωρ. γεν....
παραδοσιακός [agg.] παράθυρο {παραθύρ-ο...
παραδοσιαρχία [s. femm.] παραθυρόφυλλο [s. nt.]
παραδοσιοκρατία [s. femm.] παραϊατρικός [agg.]
παραδοτέος [agg.] παραίνεση {-ης κ. -έ...
παραδουλεύτρα {χωρ. γεν.... παραινετικός [agg.]
παραδουλεύω (παραδούλ-... παραινώ {παραινείς...
παραδοχή [s. femm.] παραίσθηση {-ης κ. -ή...
παραδρομή [s. femm.] παραισθησία {παραισθησ...
παραδώθε [avv.] παραισθησιογόνος [agg.]
παραεπαγγελματικός [agg.] παραισθητικός [agg.]
παραζάλη {χωρ. πληθ... παραιτηθείς [agg.]
παραζαλίζομαι [v.] παραιτήσεις [sost femm. pl.]
παραζαλίζω (παραζάλ-ι... παραίτηση {-ης κ. -ή...
παραζάλισμα [s. nt.] παραιτούμαι {παραιτείσ...
παραθαλάσσιος [agg.] παραιτούμενος [agg.]
παραθερίζω {παραθέρισ... παραιτώ {παραιτείς...
παραθέριση [s. femm.] παρακάθομαι αόρ. παρεκ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: