Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
πάνω–κάτω [avv.] πάπας {παπών}
πανωλεθρία {σπάν. παν... παπάς [s. masch.]
πανώλης {πανώλους ... παπατζής [s. masch.]
πανωπροίκι [s. nt.] παπατρέχας ο (χωρίς π...
πανωφόρι {πανοφωρ-ι... παπαφίγκος [s. masch.]
πανωφόρι {πανοφωρ-ι... παπί {παπ-ιού |...
παξιμαδάκι [s. nt.] πάπια {χωρ. γεν....
παξιμάδι {παξιμαδ-ι... παπιγιόν {άκλ.}
παπαβερίνη [s. femm.] παπιγιονάκιας {παπιγιονά...
παπαβερώδης [agg.] παπικός [agg.]
παπαγαλίζω [v. trans.] παπιλιονίδες [sost femm. pl.]
παπαγαλίσιος [agg.] παπισμός {χωρ. πληθ...
παπαγαλιστί [avv.] πάπισσα {παπισσών}
παπαγάλος [s. masch.] παπιστής [s. masch.]
παπαδάκι [s. nt.] παπιστικός [agg.]
παπαδαριό [s. nt.] πάπλωμα [s. nt.]
παπαδιά [s. femm.] παπλωματάς {παπλωματά...
παπαδίστικος [agg.] παπόρι [s. nt.]
παπαδοκρατία [s. femm.] Παπούα [s. femm.]
παπαΐνη [s. femm.] παπουτσάκι {χωρ. γεν....
παπάκι {χωρ. γεν.... παπουτσής {παπουτσήδ...
παπάρα {χωρ. γεν.... παπούτσι {παπουτσ-ι...
παπαρδέλα [s. femm.] παπούτσια [s. nt. pl.]
παπαρδέλας {χωρ. γεν.... παπουτσοθήκη [s. femm.]
παπαρούνα [s. femm.] παπουτσώνω {παπούτσω-...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: