Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
παγοποιείο [s. nt.] πάθημα {παθήμ-ατο...
παγοποιία {παγοποιιω... πάθηση {-η κ. -ήσ...
πάγος [s. masch.] παθητικά [avv.]
πάγουρας [s. masch.] παθητικό [s. nt.]
παγούρι [s. nt.] παθητικός [agg.]
πάγουρος [s. masch.] παθητικότητα [s. femm.]
παγχριστιανικός [agg.] παθιάζομαι (παθ-ιάστη...
παγχρωματικός [agg.] παθιάζω {παθιάσ-τη...
πάγω (πήγα, πηγ... παθιάρικος [agg.]
πάγωμα {παγώμ-ατο... πάθιασμα [s. nt.]
παγωμένα [avv.] παθιασμένα [avv.]
παγωμένος [agg.] παθιασμένος [agg.]
παγώνι {παγων-ιού... παθογένεση [s. femm.]
παγωνιά {χωρ. γεν.... παθογόνος [agg.]
παγώνω {πάγω-σα, ... παθολογία {χωρ. πληθ...
παγωτατζής {παγωτατζή... παθολογικός [agg.]
παγωτατζίδικο [s. nt.] παθολόγος [s. masch. e femm.]
παγωτό [s. nt.] πάθος {πάθ-ους |...
παγωτομηχανή [s. femm.] παιάνας [s. masch.]
παζάρεμα {παζαρέμ-α... παιανίζω {παιάνισα}...
παζαρεύω {παζάρεψα}... παιγνίδι [s. nt.]
παζάρι {παζαρ-ιού... παιδαγώγηση {-ης κ. -ή...
παζαρλίκι [s. nt.] παιδαγωγία {παιδαγωγι...
παθαίνομαι αόρ. έπαθα... παιδαγωγική [s. femm.]
παθαίνω αόρ. έπαθα... παιδαγωγικός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: