Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
οχτώ [agg. num. card.] παγερότητα [s. femm.]
οχυρό [s. nt.] παγετός [s. masch.]
οχύρωμα {οχυρώμ-ατ... παγετώδης {παγετώδ-ο...
οχυρωμένος [agg.] παγετώνας [s. masch.]
οχυρώνομαι [v. pass.] παγίδα [s. femm.]
οχυρώνω {οχύρω-σα,... παγίδευμα [s. nt.]
οχύρωση {-ης κ. -ώ... παγιδευμένος [agg.]
οχυρώσιμος [agg.] παγιδεύομαι [v.]
όψη {-ης κ. -ε... παγίδευση [s. femm.]
όψιμος [agg.] παγιδεύω {παγίδευ-σ...
οψίπλουτος [agg.] παγιέτα [s. femm.]
όψον [s. nt.] παγιοποίηση [s. femm.]
οψωνίνη [s. femm.] πάγιος [agg.]
παγαίνω (μόνο στο ... παγιότητα [s. femm.]
παγάκι {χωρ. γεν.... παγιωμένος [agg.]
παγανίζω [v.] παγιώνομαι [v.]
παγανισμός [s. masch.] παγιώνω {παγίω-σα,...
παγανιστής {παγανιστρ... παγίωση [s. femm.]
παγανιστικός [agg.] παγκάκι {χωρ. γεν....
παγανό [s. nt.] παγκάκιστος [agg.]
παγαποντιά [s. femm.] πάγκοινος [agg.]
παγγερμανικός [agg.] πάγκος [s. masch.]
παγγερμανισμός [s. masch.] παγκοσμιοποίηση {-ης κ. -ή...
παγγερμανιστής [s. masch.] παγκόσμιος [agg.]
παγερός [agg.] παγκοσμιότητα [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: