Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
όφελος [s. nt.] οφρυϊκός [agg.]
Οφηλία [s. femm.] οφρύς {οφρύ-ος |...
οφθαλμαπάτη [s. femm.] όφσετ [s. nt.]
οφθαλμία [s. femm.] οχ! [int.]
οφθαλμίατρος [s. masch. e femm.] οχαδερφικός [agg.]
οφθαλμικός [agg.] οχαδερφισμός ο (χωρίς π...
οφθαλμοκινητικός [agg.] οχετός [s. masch.]
οφθαλμολογία [s. femm.] όχημα {οχήμ-ατος...
οφθαλμολογικός [agg.] οχήματα [s. nt. pl.]
οφθαλμολόγος [s. masch. e femm.] όχθη {σπάν. οχθ...
οφθαλμομετρία [s. femm.] όχι [avv.]
οφθαλμόμετρο [s. nt.] οχιά [s. femm.]
οφθαλμός [s. masch.] οχλαγωγία {οχλαγωγιώ...
οφθαλμοσκοπία [s. femm.] οχλαγωγικός [agg.]
οφθαλμοσκοπικός [agg.] οχλαγωγώ [v.]
οφθαλμοσκόπιο [s. nt.] οχληρός [agg.]
Οφθαλμοστάτης [s. masch.] οχληρότητα [s. femm.]
οφθαλμοτομία [s. femm.] όχληση {-ης κ. -ή...
οφθαλμοφανής {οφθαλμοφα... οχλοβοή [s. femm.]
οφίδια [s. nt. pl.] οχλοκρατία {οχλοκρατι...
οφίκιο [s. nt.] οχλοκρατικός [agg.]
οφιοειδής [agg.] όχλος ο (χωρίς π...
οφιολατρεία [s. femm.] όχου [int.]
όφις {όφ-εως, -... οχτάδα [s. femm.]
οφίτσιο [s. nt.] οχτακόσια [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: