Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ουροχολίνη [s. femm.] οφείλεται [v.]
ουρτικίδες [sost femm. pl.] οφειλέτης {οφειλετών...
ουρώ {ουρείς...... οφειλή [s. femm.]
ούσα [s. nt.] οφειλόμενος [agg.]
ουσάρος [s. masch.] οφείλω (μόνο στο ...
ουσία {ουσιών} όφελος [s. nt.]
ουσιαστικά [avv.] Οφηλία [s. femm.]
ουσιαστικό [s. nt.] οφθαλμαπάτη [s. femm.]
ουσιαστικός [agg.] οφθαλμία [s. femm.]
ουσιαστικότητα [s. femm.] οφθαλμίατρος [s. masch. e femm.]
ουσιώδης {ουσιώδ-ου... οφθαλμικός [agg.]
ουσιωδώς [avv.] οφθαλμοκινητικός [agg.]
ουστ [int.] οφθαλμολογία [s. femm.]
ούτε [cong.] οφθαλμολογικός [agg.]
ουτιδανός [agg.] οφθαλμολόγος [s. masch. e femm.]
ουτιδανότης [s. femm.] οφθαλμομετρία [s. femm.]
ουτοπία {ουτοπιών} οφθαλμόμετρο [s. nt.]
ουτοπικός [agg.] οφθαλμός [s. masch.]
ουτοπιστής [s. masch.] οφθαλμοσκοπία [s. femm.]
ουτοπιστικός [agg.] οφθαλμοσκοπικός [agg.]
ούτω [avv.] οφθαλμοσκόπιο [s. nt.]
ούτως [avv.] Οφθαλμοστάτης [s. masch.]
ουφ [int.] οφθαλμοτομία [s. femm.]
ούφο [s. nt.] οφθαλμοφανής {οφθαλμοφα...
οφείλει [v.] οφίδια [s. nt. pl.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: