Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ουμανισμός [s. masch.] ουρανογράφος [s. masch.]
ουμανιστής [s. masch.] ουρανοκατέβατος [agg.]
ουμανιστικός [agg.] ουρανομετρία [s. femm.]
Ουμπέρτο [s. masch.] ουρανομετρικός [agg.]
ουνιβερσαλισμός [s. masch.] ουρανοξύστης {ουρανοξυσ...
ουνιτάριος [s. masch.] ουρανόπεμπτος [agg.]
ουνιταρισμός [s. masch.] ουρανός [s. masch.]
Ούννος [s. masch.] Ουρανός ο (χωρίς π...
ουρά [s. femm.] ουρανοσκοπία [s. femm.]
ούρα [s. nt. pl.] ουρανοσκοπικός [agg.]
ουραιμία {χωρ. πληθ... ουρανόσταλτος [agg.]
ουραιμικός [agg.] ουρεθάνη [s. femm.]
ουραίο [s. nt.] ουρήθρα {ουρηθρών}
ουραίος [agg.] ουρηθραίος [agg.]
Ουράλια {Ουραλίων} ουρηθρήτιδα {χωρ. γεν....
ουράνια {ουρανίων} ουρηθρικός [agg.]
ουρανικός [agg.] ουρηθροσκοπία [s. femm.]
ουράνιο {ουρανίου}... ουρηθροσκοπικός [agg.]
ουράνιος [agg.] ουρηθροσκόπιο {ουρηθροσκ...
ουρανίσκος [s. masch.] ούρημα {ουρήμ-ατο...
ουρανισκόφωνος [agg.] ούρηση {-ης κ. -ή...
ουρανοβάμων {ουρανοβάμ... ουρητήρας [s. masch.]
ουρανοβατώ (μόνο στο ... ουρητήριο {ουρητηρί-...
ουρανογραφία {χωρ. πληθ... ουρητικός [agg.]
ουρανογραφικός [agg.] ουρί [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: