Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ορυκτέλαιο {ορυκτελαί... ορχιδέα [s. femm.]
ορυκτό [s. nt.] ορχικός [agg.]
ορυκτολογία {χωρ. πληθ... όρχις {όρχ-εως, ...
ορυκτοποιώ [v.] ορχίτιδα {χωρ. γεν....
ορυκτός [agg.] ορώ [v. intr.]
ορυμαγδός [s. masch.] ορώδης {ορώδ-ους ...
όρυξη [s. femm.] οσάκις [avv.]
ορυχείο [s. nt.] όσιος -α -ο θηλ....
ορφανή [s. femm.] Όσιρις {Οσίρ-ιος ...
ορφανός [agg.] οσμανικός [agg.]
ορφανοτροφείο [s. nt.] οσμή [s. femm.]
Ορφέας [s. masch.] οσμίζομαι {οσμίστηκα...
ορφικός [agg.] οσμογράφος [s. masch.]
ορφισμός [s. masch.] οσμοσκόπιο [s. nt.]
ορφνός [agg.] οσμοτακτισμός [s. masch.]
ορχείδες [sost femm. pl.] οσμωτικός [agg.]
όρχεις [s. nt.] όσο [avv.]
ορχεκτομή [s. femm.] όσον [pron.]
ορχεκτομία [s. femm.] όσος [agg.]
ορχεοειδές [agg.] όσπριο {οσπρί-ου ...
όρχηση {-ης κ. -ή... οστά [s. femm.]
ορχηστική [s. femm.] Οστάνδη [s. femm.]
ορχηστικός [agg.] οστάριο {οσταρί-ου...
ορχήστρα [s. femm.] οστεΐνη {χωρ. πληθ...
ορχηστρικός [agg.] οστέϊνος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: