Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
οριεντάλ [agg.] ορλόν [s. nt.]
ορίζοντας {οριζόντων... ορμάθισις [s. femm.]
οριζόντια [avv.] ορμαθός [s. masch.]
οριζόντιος [agg.] ορμέμφυτο [s. nt.]
οριζοντιώνω {οριζοντίω... ορμέμφυτος [agg.]
οριζοντίωση [s. femm.] ορμέφυτο [s. nt.]
ορίζω {όρισ-α, -... ορμή [s. femm.]
ορίζων [s. nt.] ορμηνεμένος [agg.]
όριο {ορί-ου | ... ορμηνεύω {ορμήν-εψα...
οριοθετώ {οριοθετεί... ορμήνια [s. femm.]
ορισμένοι [pron.] ορμητικά [avv.]
ορισμένος [agg.] ορμητικός [agg.]
ορισμός [s. masch.] ορμητικότητα η (χωρίς π...
ορίστε [int.] ορμιά {χωρ. γεν....
οριστικά [avv.] όρμιση [s. femm.]
οριστική [s. femm.] ορμίσκος [s. masch.]
οριστικοποιώ [v.] ορμόνη {ορμονών}
οριστικός [agg.] ορμονικός [agg.]
οριστικότητα [s. femm.] ορμονοθεραπεία {ορμονοθερ...
οριστικώς [avv.] όρμος [s. masch.]
ορκίζομαι [v. pass.] ορμώ {ορμάς... ...
ορκισμένος [agg.] ορμώμαι [v.]
ορκομωσία {ορκωμοσιώ... όρνιθα {ορνίθων}
όρκος [s. masch.] ορνιθαριό [s. nt.]
ορκωτός [agg.] ορνιθοειδής [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: