Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ορμητικότητα η (χωρίς π... ορνιθώνας [s. masch.]
ορμιά {χωρ. γεν.... ορνίθωση [s. femm.]
όρμιση [s. femm.] όρνιο [s. nt.]
ορμίσκος [s. masch.] ορντινάντσα {χωρ. γεν....
ορμόνη {ορμονών} οροαντίδραση {-ης κ. -ά...
ορμονικός [agg.] ορόγαλα {ορογάλ-ατ...
ορμονοθεραπεία {ορμονοθερ... ορογόνος [agg.]
όρμος [s. masch.] οροδαμαλισμός [s. masch.]
ορμώ {ορμάς... ... οροδιάγνωση [s. femm.]
ορμώμαι [v.] οροδιαγνωστική [s. femm.]
όρνιθα {ορνίθων} οροθεραπεία {οροθεραπε...
ορνιθαριό [s. nt.] οροθεραπευτικός [agg.]
ορνιθοειδής [agg.] οροθεσία {οροθεσιών...
ορνιθοθήρας [s. masch.] οροθέσιο {οροθεσί-ο...
ορνιθοκομία {χωρ. πληθ... οροθέτηση [s. femm.]
ορνιθοκομικός [agg.] οροθετώ {οροθετείς...
ορνιθοκόμος [s. masch. e femm.] όροι [s. masch. pl.]
ορνιθολογία {χωρ. πληθ... ορολογία {ορολογιών...
ορνιθολογικός [agg.] ορολογικός [agg.]
ορνιθολόγος [s. masch. e femm.] οροπέδιο {οροπεδί-ο...
ορνιθόμυαλος [agg.] οροπροφύλαξη [s. femm.]
ορνιθοσκαλίσματα {ορνιθοσκα... ορός [s. masch.]
ορνιθοτροφείο [s. nt.] όρος [s. masch.]
ορνιθοτροφία {χωρ. πληθ... όρος {όρ-ους | ...
ορνιθοτρόφος [s. masch. e femm.] οροσειρά [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: