Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
οργισμένος [agg.] ορεοϋδρογραφικός [agg.]
οργιώδης {οργιώδ-ου... ορεσίβιος [agg.]
όργωμα {οργώμ-ατο... Ορέστεια [s. femm.]
οργωμένος [agg.] Ορέστης [s. masch.]
οργώνω {όργω-σα, ... ορεχτικό [s. nt.]
οργώσιμος [agg.] ορθά [avv.]
οργωτής [s. masch.] ορθά–κοφτά [avv.]
ορδή [s. femm.] ορθάνοιχτος [agg.]
ορδί [s. nt.] όρθια [avv.]
ορέγομαι {ορέχτηκα}... ορθικός [agg.]
ορειβασία {χωρ. πληθ... όρθιοι! [int.]
ορειβάτης {ορειβατών... όρθιος [agg.]
ορειβάτισσα {ορειβατισ... ορθίτιδα [s. femm.]
ορεινός [agg.] ορθόβουλος [agg.]
ορειχάλκινος [agg.] ορθογένεση {-ης κ. -έ...
ορείχαλκος {ορειχάλκο... ορθογενετικός [agg.]
ορεκτικά [s. femm.] Ορθογναθικός [agg.]
ορεκτικό [s. nt.] ορθογναθισμός [s. masch.]
ορεκτικός [agg.] ορθογραφία {χωρ. πληθ...
ορεξάτος [agg.] ορθογραφικός [agg.]
όρεξη {-ης κ. -έ... ορθογώνια [avv.]
ορεογένεση [s. femm.] ορθογώνιο [s. nt.]
ορεογραφία {χωρ. πληθ... ορθογώνιος [agg.]
ορεογραφικός [agg.] ορθογωνιότητα [s. femm.]
ορεοϋδρογραφία [s. femm.] ορθοδοντική [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: