Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
οργανικός [agg.] όργια [s. nt. pl.]
οργανικότητα [s. femm.] οργιάζω {οργίασα} ...
οργανισμός [s. masch.] οργιαστικός [agg.]
οργανίστας {χωρ. γεν.... οργίζομαι μππ. οργισ...
όργανο {οργάν-ου ... οργίλος [agg.]
οργανογένεση {-ης κ. -έ... όργιο {οργί-ου |...
οργανογενετικός [agg.] οργισμένα [avv.]
οργανόγραμμα {οργανογρά... οργισμένος [agg.]
οργανογραφία [s. femm.] οργιώδης {οργιώδ-ου...
οργανοληπτικός [agg.] όργωμα {οργώμ-ατο...
οργανολογία {χωρ. πληθ... οργωμένος [agg.]
οργανολογικός [agg.] οργώνω {όργω-σα, ...
οργανομεταλλικός [agg.] οργώσιμος [agg.]
οργανοπάθεια [s. femm.] οργωτής [s. masch.]
οργανοπαίκτης [s. masch.] ορδή [s. femm.]
οργανοσκόπηση [s. femm.] ορδί [s. nt.]
οργάντζα [s. femm.] ορέγομαι {ορέχτηκα}...
οργανωμένος [agg.] ορειβασία {χωρ. πληθ...
οργανώνομαι μππ. οργαν... ορειβάτης {ορειβατών...
οργανώνω {οργάνω-σα... ορειβάτισσα {ορειβατισ...
οργάνωση {-ης κ. -ώ... ορεινός [agg.]
οργανωτής [s. masch.] ορειχάλκινος [agg.]
οργανωτικός [agg.] ορείχαλκος {ορειχάλκο...
οργασμός [s. masch.] ορεκτικά [s. femm.]
οργή η (χωρίς π... ορεκτικό [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: