Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
οπλή [s. femm.] οποιοσδήποτε οποιαδήποτ...
οπληφόρα [s. nt. pl.] οπορτουνισμός [s. masch.]
οπληφόρος [agg.] οπορτουνιστής {οπορτουνι...
οπλίζω {όπλισ-α, ... οπορτουνιστικός [agg.]
οπλισμένος [agg.] οπός [s. masch.]
οπλισμός [s. masch.] οποσάκις [avv.]
οπλίτης {οπλιτών} όποτε [cong.]
όπλο [s. nt.] οπότε [avv.]
οπλοθήκη {οπλοθηκών... οποτεδήποτε [avv.]
οπλομαχία {οπλομαχιώ... όπου [avv.]
οπλοποιός [s. masch.] οπουδήποτε [avv.]
οπλοπολυβόλο [s. nt.] οπτάνθραξ [s. masch.]
οπλοστάσιο {οπλοστασί... οπτασία [s. femm.]
οπλουργός [s. masch.] οπτασιάζομαι (οπτασιά-σ...
οπλοφορία [s. femm.] οπτασιακός [agg.]
οπόθεν [avv.] οπτασιασμός [s. masch.]
οποθεραπεία {οποθεραπε... οπτασιαστής [s. masch.]
οποία [pron.] οπτική [s. femm.]
όποια [pron.] οπτικοακουστικός [agg.]
οποιαδήποτε [avv.] οπτικομετρία [s. femm.]
όποιες [pron.] οπτικοποίηση [s. femm.]
οποίο [pron.] οπτικοποιώ {οπτικοποι...
όποιοι [pron.] οπτικός [agg.]
οποίος [pron.] οπτικός [s. masch. e femm.]
όποιος [pron.] οπτιμισμός [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: