Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
οποσάκις [avv.] οπτοηλεκτρονικός [agg.]
όποτε [cong.] οπτομετρία [s. femm.]
οπότε [avv.] οπτόμετρο [s. nt.]
οποτεδήποτε [avv.] οπτός [agg.]
όπου [avv.] οπώδης [agg.]
οπουδήποτε [avv.] οπωρικά [s. nt. pl.]
οπτάνθραξ [s. masch.] οπωροκαλλιέργεια {οπωροκαλλ...
οπτασία [s. femm.] οπωροκαλλιεργητής [s. masch.]
οπτασιάζομαι (οπτασιά-σ... Οπωρολαχανικός [agg.]
οπτασιακός [agg.] οπωροπωλείο [s. nt.]
οπτασιασμός [s. masch.] οπωροπώλης {οπωροπωλώ...
οπτασιαστής [s. masch.] οπωρώνας [s. masch.]
οπτική [s. femm.] όπως [cong.]
οπτικοακουστικός [agg.] όπως [avv.]
οπτικομετρία [s. femm.] οπωσδήποτε [avv.]
οπτικοποίηση [s. femm.] όραμα {οράμ-ατος...
οπτικοποιώ {οπτικοποι... οραματίζομαι {οραματίσ-...
οπτικός [agg.] οραματικός [agg.]
οπτικός [s. masch. e femm.] οραματιστής [s. masch.]
οπτιμισμός [s. masch.] όραση {-ης κ. -ά...
οπτιμιστής [s. masch.] ορατά [avv.]
οπτιμιστικός [agg.] Οράτιος [s. masch.]
όπτιμουμ [s. nt.] ορατόριο {ορατορί-ο...
οπτόγραμμα [s. nt.] ορατός [agg.]
οπτοηλεκτρονική [s. femm.] ορατότητα {χωρ. πληθ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: