Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
οξύς {οξ-έος | ... οπισθογραφώ {οπισθογρα...
οξύτητα {οξυτήτων} οπισθοδρόμηση {-ης κ. -ή...
οξύτονος [agg.] οπισθοδρομικά [avv.]
οξυ–υδρογονικός [agg.] οπισθοδρομικός [agg.]
οξύφωνος [agg.] οπισθοδρομικότητα [s. femm.]
όπα [int.] οπισθοδρομώ {οπισθοδρο...
οπαδοί [s. masch. pl.] οπισθότονος [s. masch.]
οπαδός [s. masch. e femm.] οπισθοφυλακή [s. femm.]
οπάλιο [s. nt.] οπισθοχώρηση {-ης κ. -ή...
όπερα {χωρ. γεν.... οπισθοχωρώ {οπισθοχωρ...
οπερατέρ {άκλ.} όπλα [s. nt. pl.]
οπερέτα [s. femm.] οπλαρχηγός [s. masch.]
οπερετικός [agg.] οπλή [s. femm.]
οπή [s. femm.] οπληφόρα [s. nt. pl.]
όπιο {οπίου | χ... οπληφόρος [agg.]
οπιομανής {οπιομαν-ο... οπλίζω {όπλισ-α, ...
οπιομανία [s. femm.] οπλισμένος [agg.]
οπιούχος [agg.] οπλισμός [s. masch.]
όπισθεν [avv.] οπλίτης {οπλιτών}
οπίσθια [s. nt. pl.] όπλο [s. nt.]
οπίσθιος [agg.] οπλοθήκη {οπλοθηκών...
οπισθοβατώ [-είς, -εί... οπλομαχία {οπλομαχιώ...
οπισθόβουλος [agg.] οπλοποιός [s. masch.]
οπισθογέμηση [avv.] οπλοπολυβόλο [s. nt.]
οπισθογράφηση [s. femm.] οπλοστάσιο {οπλοστασί...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: