Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ονύχωση {-ης κ. -ώ... οξύ {οξέ-ος | ...
οξαλίδα [s. femm.] οξυαιμοσφαιρίνη [s. femm.]
οξαλικός [agg.] οξύαυλος {οξυαύλ-ου...
οξάλμη {χωρ. πληθ... οξυβόας {οξυβοών}
οξαποδός [s. masch.] οξυγόνο [s. nt.]
οξαποδώ {άκλ.} οξυγονοθεραπεία {οξυγονοθε...
οξεία [s. femm.] οξυγονωμένος [agg.]
οξειδάση [s. femm.] οξυγονώνω {οξυγόνω-σ...
οξείδιο [s. nt.] οξυγόνωση {-ης κ. -ώ...
οξειδοαναγωγή [s. femm.] οξυγώνιος [agg.]
οξειδωμένος [agg.] οξυδέρκεια [s. femm.]
οξειδώνομαι (οξειδ-ώθη... οξυδερκής {οξυδερκ-ο...
οξειδώνω {οξίδω-σα,... οξυζενέ [s. nt.]
οξείδωση {-ης κ. -ώ... οξύηχος [agg.]
οξειδώσιμος [agg.] οξυθυμία {οξυκεράσ-...
οξειδωτικός [agg.] οξύθυμος [agg.]
οξέωση {-ης κ. -ώ... οξύληκτος [agg.]
οξιά [s. femm.] οξυμετρία {χωρ. πληθ...
οξικός [agg.] οξύμετρο {οξυμέτρ-ο...
όξινος [agg.] οξύνοια {χωρ. πληθ...
οξοποίηση {-ης κ. -ή... οξύνομαι [v. pass.]
οξοποιητικός [s. masch.] οξύνους {οξύν-οος ...
οξοποιούμαι [v.] όξυνση {-ης κ. -ύ...
οξοποιώ [v.] οξύνω (όξ-υνα, -...
όξος [s. nt.] οξυουρίαση {.ης κ, -ά...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: