Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ονομαζόμενος [agg.] οντότητα {οντοτήτων...
ονομάζω {ονόμασ-α,... όντως [avv.]
ονομασία {ονομασιών... όνυξ [s. masch.]
ονομαστικά [avv.] ονυχιαίος [agg.]
ονομαστικός [agg.] ονυχικός [agg.]
ονομαστός [agg.] ονυχοφαγία {χωρ. πληθ...
ονοματεπώνυμο {ονοματεπω... ονύχωση {-ης κ. -ώ...
ονοματίζω {ονομάτισ-... οξαλίδα [s. femm.]
ονοματισμένος [agg.] οξαλικός [agg.]
ονοματοθεσία {ονοματοθε... οξάλμη {χωρ. πληθ...
ονοματοθετώ [-είς, -εί... οξαποδός [s. masch.]
ονοματολογία {ονοματολο... οξαποδώ {άκλ.}
ονοματολόγιο {ονοματολο... οξεία [s. femm.]
ονοματοποιητικός [agg.] οξειδάση [s. femm.]
ονοματοποιία {χωρ. πληθ... οξείδιο [s. nt.]
ονοματοποιός [s. masch.] οξειδοαναγωγή [s. femm.]
όνος [s. masch.] οξειδωμένος [agg.]
όντας [cong.] οξειδώνομαι (οξειδ-ώθη...
οντογένεση {-ης κ. -έ... οξειδώνω {οξίδω-σα,...
οντογενετικός [agg.] οξείδωση {-ης κ. -ώ...
οντογονία {οντογονιώ... οξειδώσιμος [agg.]
οντογονικός [agg.] οξειδωτικός [agg.]
οντολογία {οντολογιώ... οξέωση {-ης κ. -ώ...
οντολογικός [agg.] οξιά [s. femm.]
οντολογιστής [s. masch.] οξικός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: