Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ολυμπιάδα [s. femm.] όμβριος [agg.]
ολυμπιακός [agg.] ομελέτα {χωρ. γεν....
ολυμπιονίκης {(θηλ. ολυ... ομήγυρη {-ης κ. -ύ...
ολύμπιος [agg.] ομηρικός [agg.]
ολυμπισμός {χωρ. πληθ... όμηρος {ομήρ-ου |...
Όλυμπος {-ου κ. -ύ... όμικρον [s. nt.]
ολωσδιόλου [avv.] ομιλητής {ομιλητριώ...
ομάδα {-ας κ. (λ... ομιλητικός [agg.]
ομαδικά [avv.] ομιλητικότητα [s. femm.]
ομαδικός [agg.] ομιλήτρια [s. femm.]
ομαδοποίηση [s. femm.] ομιλία {ομιλιών}
ομαδοποιούμαι [v.] όμιλος {ομίλ-ου |...
ομαδοποιώ {ομαδοποιε... ομιλώ {ομιλείς.....
ομαλά [avv.] ομιλών [agg.]
ομαλίζω {ομάλισ-α,... όμιος [agg.]
ομάλιση [s. femm.] ομίχλη {ομιχλών}
ομάλισις [s. femm.] ομιχλιασμένος [agg.]
ομαλισμός [s. masch.] ομιχλώδης {ομιχλώδ-ο...
ομαλοποίηση [s. femm.] ομματίδιο [s. nt.]
ομαλοποιώ {ομαλοποιε... ομοαξονικός [agg.]
ομαλός [agg.] ομοβροντία {ομοβροντι...
ομαλότητα [s. femm.] ομογένεια {ομογενειώ...
ομάλυνση [s. femm.] ομογενής [s. masch. e femm.]
ομαλύνω (ομάλ-υνα,... ομογενοποιητής [s. masch.]
όμβρα [s. femm.] ομογνωμονώ [-είς, -εί...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: