Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ομάλυνση [s. femm.] ομογενής [s. masch. e femm.]
ομαλύνω (ομάλ-υνα,... ομογενοποιητής [s. masch.]
όμβρα [s. femm.] ομογνωμονώ [-είς, -εί...
όμβριος [agg.] ομόγνωμος [agg.]
ομελέτα {χωρ. γεν.... ομογνωμοσύνη [s. femm.]
ομήγυρη {-ης κ. -ύ... ομόδοξος [agg.]
ομηρικός [agg.] ομοδυναμία [s. femm.]
όμηρος {ομήρ-ου |... ομοδύναμος [agg.]
όμικρον [s. nt.] ομοεθνής {ομοεθν-ού...
ομιλητής {ομιλητριώ... ομοειδής {ομοειδ-ού...
ομιλητικός [agg.] ομοεστιακός [agg.]
ομιλητικότητα [s. femm.] ομόζυγος [agg.]
ομιλήτρια [s. femm.] Ομοζυγώτης [s. masch.]
ομιλία {ομιλιών} ομοζυγωτία [s. femm.]
όμιλος {ομίλ-ου |... ομοηχία [s. femm.]
ομιλώ {ομιλείς..... ομόηχος [agg.]
ομιλών [agg.] ομόθερμος [agg.]
όμιος [agg.] ομόθρησκος [agg.]
ομίχλη {ομιχλών} ομόθυμα [avv.]
ομιχλιασμένος [agg.] ομοθυμία [s. femm.]
ομιχλώδης {ομιχλώδ-ο... ομόθυμος [agg.]
ομματίδιο [s. nt.] ομοθύμως [avv.]
ομοαξονικός [agg.] όμοια [avv.]
ομοβροντία {ομοβροντι... ομοιάζω [v. intr.]
ομογένεια {ομογενειώ... ομοιάζων [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: