Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
οκτασυλλαβικός [agg.] ολιγαρχία {ολιγαρχιώ...
οκτασύλλαβος [agg.] ολιγαρχικός [agg.]
οκταφωνία [s. femm.] ολίγιστος [agg.]
οκτάχορδο [s. nt.] ολιγοδάπανος [agg.]
οκτάχρονος [agg. e s. masc.] ολιγοέξοδος [agg.]
οκτέτο [s. nt.] ολιγόζωος [agg.]
οκτώ [agg. num. card.] ολιγόκαρδος [agg.]
οκτωβριανός [agg.] ολιγολογία [s. femm.]
Οκτώβριος {Οκτωβρίου... ολιγόλογος [agg.]
όλα [s. nt. pl.] ολιγόνοια [s. femm.]
ολάνοιχτος [agg.] ολιγόπιστος [agg.]
όλβιος [agg.] ολιγοπραγμονώ [v.]
ολβιότης [s. femm.] ολιγοπώλειο [s. nt.]
όλβος {χωρ. πληθ... ολιγοπωλιακός [agg.]
ολέθρια [avv.] ολίγος [agg.]
ολέθριος [agg.] ολιγοσακχαρίδιο [s. nt.]
όλεθρος {ολέθρου |... ολιγοσακχαρίτης [s. masch.]
ολετήρας [s. masch.] ολιγοσιτία [s. femm.]
ολεφίνη [s. femm.] ολιγοσπερμία {χωρ. πληθ...
Ολεφινικός [agg.] ολιγόστευμα [s. nt.]
ολιβίνης [s. masch.] ολιγόστευσις [s. femm.]
ολιγαιμία {χωρ. πληθ... ολιγοστός [agg.]
ολιγαιμικός [agg.] ολιγουρία [s. femm.]
ολιγάκις [avv.] ολιγοφαγία [s. femm.]
ολιγαρκής {ολιγαρκ-ο... ολιγοφρένεια [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: