Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
οκτάεδρος [agg.] όλβιος [agg.]
οκτάκις [avv.] ολβιότης [s. femm.]
οκτακισχίλιος [s. masch.] όλβος {χωρ. πληθ...
οκτακόσια [agg. num. card.] ολέθρια [avv.]
οκτακόσιοι -ες -α γεν... ολέθριος [agg.]
οκτακοσιοστός [agg.] όλεθρος {ολέθρου |...
οκτάμετρο [s. nt.] ολετήρας [s. masch.]
οκτάνιο {οκτανί-ου... ολεφίνη [s. femm.]
οκταπλασιάζω [v. trans.] Ολεφινικός [agg.]
οκταπλός [agg.] ολιβίνης [s. masch.]
οκτάπους {οκτάποδ-ο... ολιγαιμία {χωρ. πληθ...
οκτάς [s. femm.] ολιγαιμικός [agg.]
οκτάστυλο [s. nt.] ολιγάκις [avv.]
οκτάστυλος [agg.] ολιγαρκής {ολιγαρκ-ο...
οκτασυλλαβικός [agg.] ολιγαρχία {ολιγαρχιώ...
οκτασύλλαβος [agg.] ολιγαρχικός [agg.]
οκταφωνία [s. femm.] ολίγιστος [agg.]
οκτάχορδο [s. nt.] ολιγοδάπανος [agg.]
οκτάχρονος [agg. e s. masc.] ολιγοέξοδος [agg.]
οκτέτο [s. nt.] ολιγόζωος [agg.]
οκτώ [agg. num. card.] ολιγόκαρδος [agg.]
οκτωβριανός [agg.] ολιγολογία [s. femm.]
Οκτώβριος {Οκτωβρίου... ολιγόλογος [agg.]
όλα [s. nt. pl.] ολιγόνοια [s. femm.]
ολάνοιχτος [agg.] ολιγόπιστος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: