Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
οικοσύστημα {οικοσυστή... οινοκυανίνη [s. femm.]
οικοτροφείο [s. nt.] οινολάσπη [s. femm.]
οικότροφοι [s. masch. pl.] οινολογία {χωρ. πληθ...
οικότροφος {οικοτρόφ-... οινολογικός [agg.]
οικότυπος {οικοτύπ-ο... οινολόγος [s. masch. e femm.]
οικουμένη {χωρ. πληθ... οινομαγειρείο [s. nt.]
οικουμενικά [avv.] οινομάγειρος [s. masch.]
οικουμενικοποίηση [s. femm.] οινόμετρο {οινομέτρ-...
οικουμενικός [agg.] οινοπαραγωγικός [agg.]
οικουμενικότητα [s. femm.] οινοπαραγωγός [agg.]
οικουμενισμός {χωρ. πληθ... οινόπνευμα {οινοπνεύμ...
οικτιρμός [s. masch.] οινοπνευματομετρητής [s. masch.]
οικτίρμων {οικτίρμ-ο... οινοπνευματόμετρο {οινοπνευμ...
οικτίρω {οίκτιρα} οινοπνευματοποιείο [s. nt.]
οίκτος {χωρ. πληθ... οινοπνευματοποιία [s. femm.]
οικτρός [agg.] οινοπνευματώδης {οινοπνευμ...
οικτρότητα [s. femm.] οινοποίηση {-ης κ. -ή...
οικώ [-είς, -εί... οινοποιώ [v.]
οϊμέ! [int.] οινοποσία {οινοποσιώ...
οιμωγή [s. femm.] οινοπότης {οινοπότιδ...
οιμώζω {μόνο σε ε... οινοπωλείο [s. nt.]
οιναποθήκη {οιναποθηκ... οινοπώλης [s. masch.]
οινέμπορος [s. masch.] οίνος [s. masch.]
οινικός [agg.] οινόφιλος [agg.]
οινοβαρής {οινοβαρ-ο... οινόφλυξ {οινόφλ-υγ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: