Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
οινοπνευματόμετρο {οινοπνευμ... οίστρος [s. masch.]
οινοπνευματοποιείο [s. nt.] οιωνίζομαι {μόνο σε ε...
οινοπνευματοποιία [s. femm.] οιωνός [s. masch.]
οινοπνευματώδης {οινοπνευμ... οιωνοσκόπηση [s. femm.]
οινοποίηση {-ης κ. -ή... οιωνοσκοπία {οιωνοσκοπ...
οινοποιώ [v.] οιωνοσκόπος [s. masch.]
οινοποσία {οινοποσιώ... οκαζιόν [avv.]
οινοπότης {οινοπότιδ... οκαρίνα {οκαρινών}
οινοπωλείο [s. nt.] οκλαδόν [avv.]
οινοπώλης [s. masch.] οκνά [avv.]
οίνος [s. masch.] οκνεύω {όκνεψα} (...
οινόφιλος [agg.] οκνηρία [s. femm.]
οινόφλυξ {οινόφλ-υγ... οκνηρός [agg.]
οινοχόος [s. masch.] οκνιά [s. femm.]
οινώδης {οινώδ-ους... οκνός [agg.]
οίος [pron.] οκνώ [-είς, -εί...
οιοσδήποτε [pron.] οκρίβαντας {οκριβάντω...
οισοφάγειος [agg.] Οκρίβας [s. masch.]
οισοφάγος [s. masch.] οκτάβα {χωρ. γεν....
οιστρηλασία [s. femm.] οκταγωνικός [agg.]
οιστρήλατος [agg.] οκτάγωνο [s. nt.]
οιστρηλατούμαι [-είσαι, -... οκτάγωνος [agg.]
οιστρογόνο [s. nt.] οκτάδα [s. femm.]
οιστρογόνος [agg.] οκταεδρικός [agg.]
οιστρόνη [s. femm.] οκτάεδρο [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: