Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
οικονομισμός [s. masch.] οικτίρμων {οικτίρμ-ο...
οικονομολόγος [s. masch. e femm.] οικτίρω {οίκτιρα}
οικονόμος [s. masch. e femm.] οίκτος {χωρ. πληθ...
οικονομώ {οικονομ-ε... οικτρός [agg.]
οικόπεδο {οικοπέδ-ο... οικτρότητα [s. femm.]
οικοπεδοφάγος [s. masch. e femm.] οικώ [-είς, -εί...
οίκος [s. masch.] οϊμέ! [int.]
οικόσημο {οικοσήμ-ο... οιμωγή [s. femm.]
οικοσημολογία [s. femm.] οιμώζω {μόνο σε ε...
οικοσημολόγιο [s. nt.] οιναποθήκη {οιναποθηκ...
οικόσιτος [agg.] οινέμπορος [s. masch.]
οικοσκευή [s. femm.] οινικός [agg.]
οικοστολή [s. femm.] οινοβαρής {οινοβαρ-ο...
οικοσύστημα {οικοσυστή... οινοκυανίνη [s. femm.]
οικοτροφείο [s. nt.] οινολάσπη [s. femm.]
οικότροφοι [s. masch. pl.] οινολογία {χωρ. πληθ...
οικότροφος {οικοτρόφ-... οινολογικός [agg.]
οικότυπος {οικοτύπ-ο... οινολόγος [s. masch. e femm.]
οικουμένη {χωρ. πληθ... οινομαγειρείο [s. nt.]
οικουμενικά [avv.] οινομάγειρος [s. masch.]
οικουμενικοποίηση [s. femm.] οινόμετρο {οινομέτρ-...
οικουμενικός [agg.] οινοπαραγωγικός [agg.]
οικουμενικότητα [s. femm.] οινοπαραγωγός [agg.]
οικουμενισμός {χωρ. πληθ... οινόπνευμα {οινοπνεύμ...
οικτιρμός [s. masch.] οινοπνευματομετρητής [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: