Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
Οδυσσέας {-έως, -α} οιδαλέος [agg.]
οδύσσεια [s. femm.] οίδημα {οιδήμ-ατο...
οδυσσειακός [agg.] οιδηματώδης {οιδηματώδ...
οζιδιακός [agg.] οιδιπόδειος [agg.]
οζίδιο {οζιδί-ου ... Οιδίπους {Οιδίποδ-ο...
όζον {όζοντος |... οίηση {-ης κ. -ή...
οζονομετρία [s. femm.] οικειοθελής {οικειοθελ...
οζονόμετρο [s. nt.] οικειοποίηση [s. femm.]
οζονόσφαιρα [s. femm.] οικειοποιούμαι {οικειοποι...
οζοντοποίηση [s. femm.] οικείος [agg.]
όζος [s. masch.] οικειότητα {οικειοτήτ...
οζώδης {οζώδ-ους ... οικείωση [s. femm.]
όθεν [avv.] οίκημα {οικήμ-ατο...
οθνείος [agg.] οίκηση {-ης κ. -ή...
οθόνη {οθονών} οικία [s. femm.]
οθωμανικός [agg.] οικιακά [s. nt. pl.]
οθωμανός [agg. e s. masc.] οικιακός [agg.]
οι [art.] οικίζω {οίκισ-α, ...
οιακίζω [v.] οικίσκος [s. masch.]
οιάκισις [s. femm.] οικιστής [s. masch.]
οιάκισμα [s. nt.] οικιστικός [agg.]
οιακισμός [s. masch.] οικογένεια {οικογενει...
οιακιστής [s. masch.] οικογενειακός [agg.]
οιακοστρόφιο [s. nt.] οικογενειάρχης {οικογενει...
οίαξ [s. masch.] οικοδέσποινα {δύσχρ. οι...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: