Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
οδός [s. femm.] οθνείος [agg.]
οδοσήμανση {-ης κ. -ά... οθόνη {οθονών}
οδόσημο {οδοσήμ-ου... οθωμανικός [agg.]
οδόστρωμα [s. nt.] οθωμανός [agg. e s. masc.]
οδοστρωτήρας [s. masch.] οι [art.]
οδόφραγμα {οδοφράγμ-... οιακίζω [v.]
οδύνη [s. femm.] οιάκισις [s. femm.]
οδυνηρά [avv.] οιάκισμα [s. nt.]
οδυνηρός [agg.] οιακισμός [s. masch.]
οδυρμοί [s. masch. pl.] οιακιστής [s. masch.]
οδυρμός [s. masch.] οιακοστρόφιο [s. nt.]
οδύρομαι {μόνο σε ε... οίαξ [s. masch.]
Οδυσσέας {-έως, -α} οιδαλέος [agg.]
οδύσσεια [s. femm.] οίδημα {οιδήμ-ατο...
οδυσσειακός [agg.] οιδηματώδης {οιδηματώδ...
οζιδιακός [agg.] οιδιπόδειος [agg.]
οζίδιο {οζιδί-ου ... Οιδίπους {Οιδίποδ-ο...
όζον {όζοντος |... οίηση {-ης κ. -ή...
οζονομετρία [s. femm.] οικειοθελής {οικειοθελ...
οζονόμετρο [s. nt.] οικειοποίηση [s. femm.]
οζονόσφαιρα [s. femm.] οικειοποιούμαι {οικειοποι...
οζοντοποίηση [s. femm.] οικείος [agg.]
όζος [s. masch.] οικειότητα {οικειοτήτ...
οζώδης {οζώδ-ους ... οικείωση [s. femm.]
όθεν [avv.] οίκημα {οικήμ-ατο...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: