Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
οδοντογονία {χωρ. πληθ... Οδυσσέας {-έως, -α}
οδοντόκρεμα [s. femm.] οδύσσεια [s. femm.]
οδοντολαβίδα [s. femm.] οδυσσειακός [agg.]
οδοντόπαστα {χωρ. γεν.... οζιδιακός [agg.]
οδοντόπονος [s. masch.] οζίδιο {οζιδί-ου ...
οδοντοστοιχία {οδοντοστο... όζον {όζοντος |...
οδοντοτεχνία [s. femm.] οζονομετρία [s. femm.]
οδοντοτεχνικός [agg.] οζονόμετρο [s. nt.]
οδοντοτεχνίτης {οδοντοτεχ... οζονόσφαιρα [s. femm.]
οδοντοφυΐα {σπάν. οδο... οζοντοποίηση [s. femm.]
οδόντωμα {οδοντώμ-α... όζος [s. masch.]
οδόντωση {-ης κ. -ώ... οζώδης {οζώδ-ους ...
οδοντωτός [agg.] όθεν [avv.]
οδός [s. femm.] οθνείος [agg.]
οδοσήμανση {-ης κ. -ά... οθόνη {οθονών}
οδόσημο {οδοσήμ-ου... οθωμανικός [agg.]
οδόστρωμα [s. nt.] οθωμανός [agg. e s. masc.]
οδοστρωτήρας [s. masch.] οι [art.]
οδόφραγμα {οδοφράγμ-... οιακίζω [v.]
οδύνη [s. femm.] οιάκισις [s. femm.]
οδυνηρά [avv.] οιάκισμα [s. nt.]
οδυνηρός [agg.] οιακισμός [s. masch.]
οδυρμοί [s. masch. pl.] οιακιστής [s. masch.]
οδυρμός [s. masch.] οιακοστρόφιο [s. nt.]
οδύρομαι {μόνο σε ε... οίαξ [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: